- κατεβατός
- -ή, -ό1. αυτός που φέρεται προς τα κάτω: Έρχεται κατεβατός άνεμος από το βουνό.2. το ουδ. ως ουσ., κατεβατό σημαίνει σελίδα βιβλίου, τετραδίου κ.ά.: Έχω να διαβάσω ένα κατεβατό ακόμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.