κατεβατός

κατεβατός
-ή, -ό
1. αυτός που φέρεται προς τα κάτω: Έρχεται κατεβατός άνεμος από το βουνό.
2. το ουδ. ως ουσ., κατεβατό σημαίνει σελίδα βιβλίου, τετραδίου κ.ά.: Έχω να διαβάσω ένα κατεβατό ακόμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατεβατός — ή, ό [κατεβάζω] 1. αυτός που φέρεται προς τα κάτω, που κατεβαίνει ή που εκχύνεται από ψηλά 2. αυτός που φέρει προς τα κάτω, κατηφορικός 3. το ουδ. ως ουσ. το κατεβατό α) πυκνογραμμένη σελίδα βιβλίου, τετραδίου, επιστολής κ.λπ. β) μακροσκελής… …   Dictionary of Greek

  • ακατέβατος — η, ο 1. ο ακατέβαστος 2. εκείνος, στον οποίο δεν μπορεί κανείς να κατέβει «ακατέβατος γκρεμός» 3. αυτός, στον οποίο δεν γίνεται μείωση, έκπτωση «ακατέβατες τιμές» και επίρρ. ακατέβατα χωρίς καμιά έκπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κατεβατός <… …   Dictionary of Greek

  • κατεβατό — το βλ. κατεβατός …   Dictionary of Greek

  • φεγγαροκατέβατος — η, ο, Ν μτφ. αυτός που μοιάζει σαν να κατέβηκε από το φεγγάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγάρι + κατεβαίνω (πρβλ. ουρανο κατέβατος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”